παραωριμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραωριμάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- παραωριμασμένος
- → δείτε τις λέξεις παρά και ώριμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυριολεκτικά
|
μεταφορικά
|
παραωριμάζω
|
|