παραχορτασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραχορτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραχορταίνω[1]
Μετοχή επεξεργασία
παραχορτασμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .