Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερκορεσμένος η υπερκορεσμένη το υπερκορεσμένο
      γενική του υπερκορεσμένου της υπερκορεσμένης του υπερκορεσμένου
    αιτιατική τον υπερκορεσμένο την υπερκορεσμένη το υπερκορεσμένο
     κλητική υπερκορεσμένε υπερκορεσμένη υπερκορεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερκορεσμένοι οι υπερκορεσμένες τα υπερκορεσμένα
      γενική των υπερκορεσμένων των υπερκορεσμένων των υπερκορεσμένων
    αιτιατική τους υπερκορεσμένους τις υπερκορεσμένες τα υπερκορεσμένα
     κλητική υπερκορεσμένοι υπερκορεσμένες υπερκορεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκορεσμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

υπερκορεσμένος

  1. που έχει κορεστεί σε υπερβολικό βαθμό, γεμάτος πέρα από τα όρια
  2. (χημεία) για διάλυμα που περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα μιας ουσίας διαλυμένης μέσα του απ' όση θα μπορούσε κατά κανονικές συνθήκες

  Μεταφράσεις επεξεργασία