υπερκορεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερκορεσμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαυπερκορεσμένος
- που έχει κορεστεί σε υπερβολικό βαθμό, γεμάτος πέρα από τα όρια
- (χημεία) για διάλυμα που περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα μιας ουσίας διαλυμένης μέσα του απ' όση θα μπορούσε κατά κανονικές συνθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερκορεσμένος