παραφρενία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραφρενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paraphrenia < αρχαία ελληνική παρά + φρήν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ra.freˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐φρε‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραφρενία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ψυχιατρική διάγνωση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τύπο ψυχωτικής διαταραχής, με εμφάνιση παράξενων πεποιθήσεων, παραληρήματος και απώλειας επαφής με την πραγματικότητα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφρενία