Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρανεφρικός η παρανεφρική το παρανεφρικό
      γενική του παρανεφρικού της παρανεφρικής του παρανεφρικού
    αιτιατική τον παρανεφρικό την παρανεφρική το παρανεφρικό
     κλητική παρανεφρικέ παρανεφρική παρανεφρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρανεφρικοί οι παρανεφρικές τα παρανεφρικά
      γενική των παρανεφρικών των παρανεφρικών των παρανεφρικών
    αιτιατική τους παρανεφρικούς τις παρανεφρικές τα παρανεφρικά
     κλητική παρανεφρικοί παρανεφρικές παρανεφρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρανεφρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paranephric < αρχαία ελληνική παρά + νεφρός

  Επίθετο επεξεργασία

παρανεφρικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία