παραμακρύς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παραμακρύς | η | παραμακριά | το | παραμακρύ |
γενική | του | παραμακριού & παραμακρύ |
της | παραμακριάς | του | παραμακριού & παραμακρύ |
αιτιατική | τον | παραμακρύ | την | παραμακριά | το | παραμακρύ |
κλητική | παραμακρύ | παραμακριά | παραμακρύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παραμακριοί & παραμακρείς |
οι | παραμακριές | τα | παραμακριά |
γενική | των | παραμακριών | των | παραμακριών | των | παραμακριών |
αιτιατική | τους | παραμακριούς & παραμακρείς |
τις | παραμακριές | τα | παραμακριά |
κλητική | παραμακριοί & παραμακρείς |
παραμακριές | παραμακριά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. | ||||||
Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραμακρύς
Συγγενικά επεξεργασία
- παραμακραίνω / παραμακρύνω
- → δείτε τις λέξεις παρά και μακρύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμακρύς
|