Ετυμολογία

επεξεργασία
παραμακρύνω < παρα- + μακρύνω

παραμακρύνω

  • γίνομαι υπερβολικά μακρύς
    παραμάκρυνε η γλώσσα σου και θα σου την κόψω!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία