παραμήτριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραμήτριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.raˈmi.tri.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μή‐τρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραμήτριο ουδέτερο
- (ανατομία) ιστός που περιβάλλει τμήματα της μήτρας
- (ανατομία) τα παραμητρικά όργανα και ειδικότερα οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες
Συγγενικά επεξεργασία
- παραμητρικός
- παραμήτριος
- παραμητρίτιδα
- → δείτε τις λέξεις παρά, μήτρα και μητέρα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- parametrium στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμήτριο