παραμητρίτιδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραμητρίτιδα < παραμήτριο + επίθημα -ίτιδα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραμητρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) η φλεγμονή του παραμητρίου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραμητρίτιδα