παραμητρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραμητρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrial + -ικός < parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ
Επίθετο επεξεργασία
παραμητρικός
- (ανατομία, ιατρική) άλλη μορφή του παραμήτριος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμητρικός
|