Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμητρικός η παραμητρική το παραμητρικό
      γενική του παραμητρικού της παραμητρικής του παραμητρικού
    αιτιατική τον παραμητρικό την παραμητρική το παραμητρικό
     κλητική παραμητρικέ παραμητρική παραμητρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμητρικοί οι παραμητρικές τα παραμητρικά
      γενική των παραμητρικών των παραμητρικών των παραμητρικών
    αιτιατική τους παραμητρικούς τις παραμητρικές τα παραμητρικά
     κλητική παραμητρικοί παραμητρικές παραμητρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμητρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrial + -ικός < parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ

  Επίθετο επεξεργασία

παραμητρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία