Δείτε επίσης: παραισθητικός, παραισθησιογόνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραισθησιακός η παραισθησιακή το παραισθησιακό
      γενική του παραισθησιακού της παραισθησιακής του παραισθησιακού
    αιτιατική τον παραισθησιακό την παραισθησιακή το παραισθησιακό
     κλητική παραισθησιακέ παραισθησιακή παραισθησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραισθησιακοί οι παραισθησιακές τα παραισθησιακά
      γενική των παραισθησιακών των παραισθησιακών των παραισθησιακών
    αιτιατική τους παραισθησιακούς τις παραισθησιακές τα παραισθησιακά
     κλητική παραισθησιακοί παραισθησιακές παραισθησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραισθησιακός < παραίσθηση / παραισθησία + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

παραισθησιακός

  1. που έχει σχέση με παραίσθηση, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με παραισθησία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία