παραισθησιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραισθησιακός < παραίσθηση / παραισθησία + -ακός
Επίθετο
επεξεργασία
παραισθησιακός
- που έχει σχέση με παραίσθηση, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με παραισθησία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραίσθηση, παραισθησία και αισθάνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραισθησιακός
|