παραθορμόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραθορμόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από την αγγλική parathormone
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραθορμόνη θηλυκό
- (βιοχημεία, ιατρική, ενδοκρινολογία) πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και συμβάλλει στη ρύθμιση του ασβεστίου και του φωσφόρου στο πλάσμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραθορμόνη
Πηγές
επεξεργασία- παραθορμόνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)