Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραδόπιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραδόπιστ
ος
η
παραδόπιστ
η
το
παραδόπιστ
ο
γενική
του
παραδόπιστ
ου
της
παραδόπιστ
ης
του
παραδόπιστ
ου
αιτιατική
τον
παραδόπιστ
ο
την
παραδόπιστ
η
το
παραδόπιστ
ο
κλητική
παραδόπιστ
ε
παραδόπιστ
η
παραδόπιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραδόπιστ
οι
οι
παραδόπιστ
ες
τα
παραδόπιστ
α
γενική
των
παραδόπιστ
ων
των
παραδόπιστ
ων
των
παραδόπιστ
ων
αιτιατική
τους
παραδόπιστ
ους
τις
παραδόπιστ
ες
τα
παραδόπιστ
α
κλητική
παραδόπιστ
οι
παραδόπιστ
ες
παραδόπιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραδόπιστος
<
παράδ(ες)
+
-ο-
+
πίστ(η)
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
παραδόπιστος -η -ο
που
λατρεύει
το
χρήμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
φιλοχρήματος
φιλάργυρος
τσιγκούνης
Συγγενικά
επεξεργασία
παραδοπιστία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραδόπιστος
γαλλικά
:
cupide
(fr)
→
δείτε
τη λέξη
φιλοχρήματος