Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραδοπιστία οι παραδοπιστίες
      γενική της παραδοπιστίας των παραδοπιστιών
    αιτιατική την παραδοπιστία τις παραδοπιστίες
     κλητική παραδοπιστία παραδοπιστίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδοπιστία < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðo.piˈsti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐δο‐πι‐στί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραδοπιστία θηλυκό

  • η φιλοκέρδεια, η απληστία
    ※  «(...)Τόν σιχαίνεται σάν ἄντρα∙ μά ἡ παραδοπιστία της δέν εἶναι τόση ὥστε νά στερηθεῖ, μιά ζωή ὁλόκληρη, τή γλύκα τοῦ σερνικοῦ.
    Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος, 1956

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία