Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρήμερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρήμερ
ος
η
παρήμερ
η
το
παρήμερ
ο
γενική
του
παρήμερ
ου
της
παρήμερ
ης
του
παρήμερ
ου
αιτιατική
τον
παρήμερ
ο
την
παρήμερ
η
το
παρήμερ
ο
κλητική
παρήμερ
ε
παρήμερ
η
παρήμερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρήμερ
οι
οι
παρήμερ
ες
τα
παρήμερ
α
γενική
των
παρήμερ
ων
των
παρήμερ
ων
των
παρήμερ
ων
αιτιατική
τους
παρήμερ
ους
τις
παρήμερ
ες
τα
παρήμερ
α
κλητική
παρήμερ
οι
παρήμερ
ες
παρήμερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρήμερος
<
αρχαία ελληνική
παρήμερος
<
παρά
+
-ήμερος
(<
ἡμέρα
)
Επίθετο
επεξεργασία
παρήμερος
(
αρχαιοπρεπές
)
καθημερινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρήμερος
→
δείτε
τη λέξη
καθημερινός