Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρήμερος η παρήμερη το παρήμερο
      γενική του παρήμερου της παρήμερης του παρήμερου
    αιτιατική τον παρήμερο την παρήμερη το παρήμερο
     κλητική παρήμερε παρήμερη παρήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρήμεροι οι παρήμερες τα παρήμερα
      γενική των παρήμερων των παρήμερων των παρήμερων
    αιτιατική τους παρήμερους τις παρήμερες τα παρήμερα
     κλητική παρήμεροι παρήμερες παρήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρήμερος < αρχαία ελληνική παρήμερος < παρά + ἡμέρα

  Επίθετο επεξεργασία

παρήμερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία