Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρένθετος η παρένθετη το παρένθετο
      γενική του παρένθετου της παρένθετης του παρένθετου
    αιτιατική τον παρένθετο την παρένθετη το παρένθετο
     κλητική παρένθετε παρένθετη παρένθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρένθετοι οι παρένθετες τα παρένθετα
      γενική των παρένθετων των παρένθετων των παρένθετων
    αιτιατική τους παρένθετους τις παρένθετες τα παρένθετα
     κλητική παρένθετοι παρένθετες παρένθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρένθετος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παρένθετος, -η, -ο

  1. που παρεμβάλλεται, που μπαίνει κάπου ανάμεσα
  2. (γλωσσολογία) που βρίσκεται ανάμεσα σε παρενθέσεις
     συνώνυμα: παρενθετικός
  3. (ειδικότερα) (στο θηλυκό) που κυοφορεί βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία
    παρένθετη μητέρα
    παρένθετη μητρότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία