παρένθετος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρένθετος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παρένθετος
- που παρεμβάλλεται, που μπαίνει κάπου ανάμεσα
- (γλωσσολογία) που βρίσκεται ανάμεσα σε παρενθέσεις
- Συνώνυμα παρενθετικός
- (ειδικότερα) (θηλυκό) που κυοφορεί βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία
- παρένθετη μητρότητα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρένθετος