παρενθετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρενθετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parenthetic < parenthesis < ελληνιστική κοινή παρένθεσις
Επίθετο
επεξεργασίαπαρενθετικός
- που έχει σχέση με παρένθεση, αναφέρεται σ’ αυτή ή βρίσκεται εντός παρενθέσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- παρενθετικά
- → δείτε τις λέξεις παρένθεση, παρενθέτω και θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρενθετικός