Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράωρος η παράωρη το παράωρο
      γενική του παράωρου της παράωρης του παράωρου
    αιτιατική τον παράωρο την παράωρη το παράωρο
     κλητική παράωρε παράωρη παράωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράωροι οι παράωρες τα παράωρα
      γενική των παράωρων των παράωρων των παράωρων
    αιτιατική τους παράωρους τις παράωρες τα παράωρα
     κλητική παράωροι παράωρες παράωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράωρος < παρά- + -ωρος

  Επίθετο επεξεργασία

παράωρος, -η, -ο

  • (κρητικά) χαζός, βλάκας
    ※  η διαφορά (η έλλειψη συγχρονισμού) εγκεφαλικής ανάπτυξης και ψυχολογικής ωρίμανσης οδηγεί ενίοτε στη δημιουργία ιδιαίτερων περιπτώσεων παιδιών. Η κοινωνία θα χρησιμοποιήσει γι’ αυτά εκφράσεις όπως «παράξενος/η», «στην κοσμάρα του/της», «ιδιόρρυθμος/η» ή «παράωρος/η» (στην Κρήτη). Τα παιδιά αυτά επικοινωνούν διαφορετικά με το περιβάλλον τους από την πλειονότητα και αυτό συχνά, στο μη εκπαιδευμένο μάτι, μπορεί να δώσει την εντύπωση αδιαφορίας, αγένειας ή περιφρονητικής στάσης (Φάσμα διαταραχών ανάπτυξης: Τι να προσέχουν γονείς και εκπαιδευτικοί – Τι χρειάζονται τα παιδιά, 31/03/2022, reader.gr, (πηγή: Pixabay) [1])
  • σε λάθος ώρα, παράκαιρος
    ※  Τρεμούλιασα και γώ μπρος στο βωμό και κει γονατισμένη γιορτερός με τριγύρισε ο παράωρος θάνατος. Είχε αστράψει το μαχαίρι να σκίση τ' ολοζώντανο στήθος• σπλάχνα μου σπαρτάρησαν• εσβήστη η ματιά μου και – βρέθηκα σωσμένη. (Johann Wolfgang Goethe, Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε [2])

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία