Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παράσημον τὰ παράσημ
      γενική τοῦ παρασήμου τῶν παρασήμων
      δοτική τῷ παρασήμ τοῖς παρασήμοις
    αιτιατική τὸ παράσημον τὰ παράσημ
     κλητική ! παράσημον παράσημ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρασήμω
γεν-δοτ τοῖν  παρασήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράσημον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράσημος (σημειωμένος δίπλα - παραποιημένος) < παρά- + -σημος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράσημον, -ου ουδέτερο

  1. σημείωση στο πλάι, σημάδι στο περιθώριο
  2. έμβλημα, διακριτικό σημάδι που υποδείκνυε ότι υπάρχει κάποια διάκριση από τους υπόλοιπους
  3. (ελληνιστική σημασία) διακριτικό στρατιώτη
  4. (ελληνιστική σημασία) διακριτικά πλοίου
    → δείτε και το λατινικό insigne

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. παράσημο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία