παράσημον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | παράσημον | τὰ | παράσημᾰ |
γενική | τοῦ | παρασήμου | τῶν | παρασήμων |
δοτική | τῷ | παρασήμῳ | τοῖς | παρασήμοις |
αιτιατική | τὸ | παράσημον | τὰ | παράσημᾰ |
κλητική ὦ! | παράσημον | παράσημᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρασήμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρασήμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράσημον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράσημος (σημειωμένος δίπλα - παραποιημένος) < παρά- + -σημος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράσημον, -ου ουδέτερο
- σημείωση στο πλάι, σημάδι στο περιθώριο
- έμβλημα, διακριτικό σημάδι που υποδείκνυε ότι υπάρχει κάποια διάκριση από τους υπόλοιπους
- (ελληνιστική σημασία) διακριτικό στρατιώτη
- (ελληνιστική σημασία) διακριτικά πλοίου
- → δείτε και το λατινικό insigne
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παράσημο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- παράσημον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράσημον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.