παράβλεψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράβλεψῐς | αἱ | παραβλέψεις | ||||
γενική | τῆς | παραβλέψεως | τῶν | παραβλέψεων | ||||
δοτική | τῇ | παραβλέψει | ταῖς | παραβλέψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παράβλεψῐν | τὰς | παραβλέψεις | ||||
κλητική ὦ! | παράβλεψῐ | παραβλέψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραβλέψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραβλεψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράβλεψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραβλέπω, παραβλεπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + βλέψις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παράβλεψη με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράβλεψις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παραβλέπω, παρά και βλέπω
Πηγές
επεξεργασία- παράβλεψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.