ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράβλεψῐς αἱ παραβλέψεις
      γενική τῆς παραβλέψεως τῶν παραβλέψεων
      δοτική τῇ παραβλέψει ταῖς παραβλέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράβλεψῐν τὰς παραβλέψεις
     κλητική ! παράβλεψῐ παραβλέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραβλέψει
γεν-δοτ τοῖν  παραβλεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράβλεψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραβλέπω, παραβλεπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + βλέψις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παράβλεψη με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράβλεψις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παραβλέπω, παρά και βλέπω