Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραβλέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβλέπω
  2. θα παραβλέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβλέπω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παραβλέψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράβλεψη