παράβλεψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράβλεψη | οι | παραβλέψεις |
γενική | της | παράβλεψης* | των | παραβλέψεων |
αιτιατική | την | παράβλεψη | τις | παραβλέψεις |
κλητική | παράβλεψη | παραβλέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραβλέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράβλεψη < (ελληνιστική κοινή) παράβλεψις < αρχαία ελληνική παραβλέπω < παρά + βλέπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.vle.psi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράβλεψη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραβλέπω, η προσποίηση ότι δεν είδα κάτι και η ως εκ τούτου αδιαφορία και ανοχή που επιδεικνύω