παραβλέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραβλέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραβλέπω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβλέπω
- θα παραβλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβλέπω