Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πανδημικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πανδημικ
ός
η
πανδημικ
ή
το
πανδημικ
ό
γενική
του
πανδημικ
ού
της
πανδημικ
ής
του
πανδημικ
ού
αιτιατική
τον
πανδημικ
ό
την
πανδημικ
ή
το
πανδημικ
ό
κλητική
πανδημικ
έ
πανδημικ
ή
πανδημικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πανδημικ
οί
οι
πανδημικ
ές
τα
πανδημικ
ά
γενική
των
πανδημικ
ών
των
πανδημικ
ών
των
πανδημικ
ών
αιτιατική
τους
πανδημικ
ούς
τις
πανδημικ
ές
τα
πανδημικ
ά
κλητική
πανδημικ
οί
πανδημικ
ές
πανδημικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πανδημικός
<
πανδημία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πανδημικός, -ή, -ό
που έχει το χαρακτήρα
πανδημίας
που αναφέρεται σε μια
πανδημία
το
πανδημικό
εμβόλιο της γρίπης H1N1
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πανδημιακός
Συγγενικά
επεξεργασία
μεταπανδημικός
προπανδημικός
→
δείτε
τις λέξεις
πανδημία
και
δήμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πανδημικός
αγγλικά
:
pandemic
(en)
γαλλικά
:
pandémique
(fr)