↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανδημικός η πανδημική το πανδημικό
      γενική του πανδημικού της πανδημικής του πανδημικού
    αιτιατική τον πανδημικό την πανδημική το πανδημικό
     κλητική πανδημικέ πανδημική πανδημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανδημικοί οι πανδημικές τα πανδημικά
      γενική των πανδημικών των πανδημικών των πανδημικών
    αιτιατική τους πανδημικούς τις πανδημικές τα πανδημικά
     κλητική πανδημικοί πανδημικές πανδημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανδημικός < πανδημία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πανδημικός, -ή, -ό

  1. που έχει το χαρακτήρα πανδημίας
  2. που αναφέρεται σε μια πανδημία
    το πανδημικό εμβόλιο της γρίπης H1N1

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία