μεταπανδημικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπανδημικός < μετα- + πανδημικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.pan.ði.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐παν‐δη‐μι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμεταπανδημικός
- (νεολογισμός) που γίνεται ή συμβαίνει μετά από την περίοδο μιας πανδημίας
- ※ Γνωρίζω πλέον εκ πείρας πως και η μεταπανδημική εποχή θα είναι μια ακόμη περίοδος έκτακτης ανάγκης, αν όχι πραγματικής, πάντως προσομοιωμένης – που είναι πολιτικά και το αποτελεσματικότερο. Η επιδημία είναι μια ακόμη πολιτική έννοια που προετοιμάζει το νέο έδαφος της παγκόσμιας πολιτικής. Μία διαίρεση, ένας εμφύλιος παγκόσμιος πόλεμος. (*)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταπανδημικός