Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιννόστηση οι παλιννοστήσεις
      γενική της παλιννόστησης* των παλιννοστήσεων
    αιτιατική την παλιννόστηση τις παλιννοστήσεις
     κλητική παλιννόστηση παλιννοστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παλιννοστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιννόστηση < παλιννοστώ, παλιννοστη- + -ση[1] ή (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική παλιννόστησις (επάνοδος)[2] < (ελληνιστική κοινήπαλιννοστῶ < παλιν- + αρχαία ελληνική νόστος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.liˈno.sti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιν‐νό‐στη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιννόστηση θηλυκό

  • η επιστροφή στην πατρίδα
  • η επιστροφή κάποιου στον τόπο όπου ζούσαν κάποτε οι πρόγονοί του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. παλιννόστηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. παλιννοστώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.