Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παλιννοστήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παλιννοστώ
  2. θα παλιννοστήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παλιννοστώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παλιννοστήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παλιννόστηση