παλιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλιακός | η | παλιακή & παλιακιά |
το | παλιακό |
γενική | του | παλιακού | της | παλιακής & παλιακιάς |
του | παλιακού |
αιτιατική | τον | παλιακό | την | παλιακή & παλιακιά |
το | παλιακό |
κλητική | παλιακέ | παλιακή & παλιακιά |
παλιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλιακοί | οι | παλιακές | τα | παλιακά |
γενική | των | παλιακών | των | παλιακών | των | παλιακών |
αιτιατική | τους | παλιακούς | τις | παλιακές | τα | παλιακά |
κλητική | παλιακοί | παλιακές | παλιακά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλιακός < παλι(ός) + -ακός, έχει χαρακτηριστικά του παλιού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ʎaˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λια‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπαλιακός, -ή/ιά, -ο
- (μειωτικό) που μοιάζει παλιός, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος
- ※ Όταν ένας χώρος αρχίζει να μοιάζει 'παλιακός' και κουρασμένος, η καλύτερη λύση δεν είναι η πρόσθεση νέων αντικειμένων και διακοσμητικών αλλά η αφαίρεση. (lifo.gr, 27.2.2019 [1])
- (μειωτικό για περιγραφή αντικειμένων, ρούχων, συμπεριφορών) ντεμοντέ, πασέ, παλιός χωρίς να έχει το θετικό χαρακτήρα του βίντατζ, του παλαιωμένου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλιακός
|