Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βίντατζ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από την αγγλική vintage < λατινική ς προέλευσης → δείτε τις λέξεις vinum και demo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvin.tad͡z/ και /ˈvin.tad͡ʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

βίντατζ άκλιτο

  • (αγγλισμός) παλιός, από έτος παραγωγής αρκετά παλιό, χωρίς φθορές και αλλοιώσεις
    1. (για κρασιά) συγκεκριμένης εσοδείας και έτους παραγωγής
    2. (για ρούχα, αντικείμενα) χαρακτηριστικός της μόδας της εποχής του
      καταστήματα βίντατζ ρούχων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία