βίντατζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βίντατζ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από την αγγλική vintage < λατινική ς προέλευσης → δείτε τις λέξεις vinum και demo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvin.tad͡z/ και /ˈvin.tad͡ʒ/
Επίθετο
επεξεργασίαβίντατζ άκλιτο