ρετρό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ρετρό άκλιτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρετρό ουδέτερο άκλιτο
- παρωχημένο στυλ
- ο αταβισμός, η χρήση ξεπερασμένων στυλ, τεχνοτροπιών κ.λπ.
- ψευτοπαλιό, ψευδόπαλιο, παλιό κατ' εικόνα