Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετρό < γαλλική rétro < λατινική retro

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈtɾo/

  Επίθετο επεξεργασία

ρετρό άκλιτο

  • που αναφέρεται ή σχετίζεται με ξεπερασμένες περιόδους, κυρίως, της τέχνης ή της μόδας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετρό ουδέτερο άκλιτο

  1. παρωχημένο στυλ
  2. ο αταβισμός, η χρήση ξεπερασμένων στυλ, τεχνοτροπιών κ.λπ.
  3. ψευτοπαλιό, ψευδόπαλιο, παλιό κατ' εικόνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία