Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοχριστιανικός η παλαιοχριστιανική το παλαιοχριστιανικό
      γενική του παλαιοχριστιανικού της παλαιοχριστιανικής του παλαιοχριστιανικού
    αιτιατική τον παλαιοχριστιανικό την παλαιοχριστιανική το παλαιοχριστιανικό
     κλητική παλαιοχριστιανικέ παλαιοχριστιανική παλαιοχριστιανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοχριστιανικοί οι παλαιοχριστιανικές τα παλαιοχριστιανικά
      γενική των παλαιοχριστιανικών των παλαιοχριστιανικών των παλαιοχριστιανικών
    αιτιατική τους παλαιοχριστιανικούς τις παλαιοχριστιανικές τα παλαιοχριστιανικά
     κλητική παλαιοχριστιανικοί παλαιοχριστιανικές παλαιοχριστιανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοχριστιανικός < παλαιο- + χριστιανικός

  Επίθετο επεξεργασία

παλαιοχριστιανικός, ,

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία