παλαιοχριστιανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοχριστιανικός < παλαιο- + χριστιανικός
Επίθετο επεξεργασία
παλαιοχριστιανικός, -ή, -ό
- που αφορά τον Χριστιανισμό των πρώτων χρόνων (4ος-7ος αι.), ειδικότερα ο σχετικός με την τέχνη των πρώτων χριστιανικών αιώνων
- παλαιοχριστιανική τέχνη, παλαιοχριστιανική βασιλική, παλαιοχριστιανικά μνημεία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοχριστιανικός