paléochrétien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.kʁe.tjɛ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | paléochrétien | paléochrétiens |
θηλυκό | paléochrétienne | paléochrétiennes |
paléochrétien (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | paléochrétien | paléochrétiens |
θηλυκό | paléochrétienne | paléochrétiennes |
paléochrétien (fr) αρσενικό