Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδούπολη οι παιδουπόλεις
      γενική της παιδούπολης των παιδουπόλεων
    αιτιατική την παιδούπολη τις παιδουπόλεις
     κλητική παιδούπολη παιδουπόλεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδούπολη < παιδ- + -ούπολη (Το -ου- κατ’ αναλογία προς το Κωνσταντινούπολη < Κωνσταντίνου πόλις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδούπολη θηλυκό

  1. πόληκατάλυμα) στην οποία ζουν κυρίως ή αποκλειστικά παιδιά
  2. (ιστορία) (ιδίως στον πληθυντικό) παιδουπόλεις: δίκτυο 53 περίπου ιδρυμάτων που ιδρύθηκαν από την Φρειδερίκη στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και φιλοξενούσαν παιδιά
    ※  Το 1947, στη χειρότερη περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, η βασίλισσα Φρειδερίκη ίδρυσε τον Έρανο Βορείων Επαρχιών Ελλάδος, ο οποίος είναι γνωστότερος ως Έρανος της Βασίλισσας. Παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές μεταφέρονταν σε παιδουπόλεις που είχαν επί τούτου δημιουργηθεί για να «προστατευθούν» και να εκπαιδευθούν, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή. (* εφημερίδα Το Βήμα)
    ※  Η σχέση του Εμφυλίου με τον κόσμο των παιδιών και των παιδουπόλεων είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε πολλούς συγγραφείς κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία