παιδόπολη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιδόπολη | οι | παιδοπόλεις |
γενική | της | παιδόπολης* | των | παιδοπόλεων |
αιτιατική | την | παιδόπολη | τις | παιδοπόλεις |
κλητική | παιδόπολη | παιδοπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παιδοπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈðo.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δό‐πο‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδόπολη θηλυκό
- (ιστορία) άλλη γραφή του παιδούπολη
- ※ Παιδοπόλεις ονομάστηκαν οι ομαδικοί χώροι φιλοξενίας, περίθαλψης και διαβίωσης άπορων, εγκαταλειμμένων και ορφανών παιδιών που προέρχονταν από τις περιοχές που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
- Στέφανος Αγάθος, Παιδοπόλεις και περίθαλψη. Ιστορικοδημογραφική αποτύπωση του βιβλίου νοσηλείας των ετών 1950-1954 της Παιδόπολης Ζηρού Πρέβεζας, Περί Ιστορίας, 8 (2017), σσ. 11-56
- ※ Παιδοπόλεις ονομάστηκαν οι ομαδικοί χώροι φιλοξενίας, περίθαλψης και διαβίωσης άπορων, εγκαταλειμμένων και ορφανών παιδιών που προέρχονταν από τις περιοχές που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδόπολη
→ δείτε τη λέξη παιδούπολη |