πέδικλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέδικλο | τα | πέδικλα |
γενική | του | πεδίκλου & πέδικλου |
των | πεδίκλων |
αιτιατική | το | πέδικλο | τα | πέδικλα |
κλητική | πέδικλο | πέδικλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέδικλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πέδικλον [1] < προέλευσης από τη λατινική
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpe.ði.klo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐δι‐κλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέδικλο ουδέτερο
- σχοινί ή ξύλο με το οποίο δένονται τα μπροστινά πόδια ενός ζώου, ώστε να δυσκολεύεται στις κινήσεις και να μην μπορεί να απομακρυνθεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πεδικλώνω
- πεδίκλωμα
- → δείτε τη λέξη πόδι & μπουρδουκλώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πέδικλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας