Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέδικλο τα πέδικλα
      γενική του πεδίκλου
πέδικλου
των πεδίκλων
    αιτιατική το πέδικλο τα πέδικλα
     κλητική πέδικλο πέδικλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέδικλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πέδικλον [1] < προέλευσης από τη λατινική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.ði.klo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐δι‐κλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέδικλο ουδέτερο

  • σχοινί ή ξύλο με το οποίο δένονται τα μπροστινά πόδια ενός ζώου, ώστε να δυσκολεύεται στις κινήσεις και να μην μπορεί να απομακρυνθεί

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία