οἶδμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | οἶδμᾰ | τὰ | οἴδμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | οἴδμᾰτος | τῶν | οἰδμᾰ́των |
δοτική | τῷ | οἴδμᾰτῐ | τοῖς | οἴδμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | οἶδμᾰ | τὰ | οἴδμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | οἶδμᾰ | οἴδμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἴδμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰδμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἶδμα < οἰδέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἶδμα, -ατος ουδέτερο
- πρήξιμο, διόγκωση, φούσκωμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 221 (233-234)
- Ἦ, καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ | κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
- Και ο Αχιλλεύς στον ποταμόν επήδησε απ᾽ την όχθην, | και ο ποταμός ενάντια του σηκώθη φουσκωμένος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἦ, καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ | κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 221 (233-234)
- (μετεωρολογία) (για θάλασσα) κύμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1412 (1412-1413)
- εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται, | οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας.
- το κύμα αν δεν καλμάρει, | δεν έχουν σωτηρίας ελπίδα οι ξένοι·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται, | οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 250 (250-252)
- ὧν τ᾽ ἐπὶ πόντιον οἶδμα θαλάσσης | φῦλα μετ᾽ ἀλκυόνεσσι ποτῆται, | δεῦρ᾽ ἴτε πευσόμενοι τὰ νεώτερα·
- κι όσα πάνω από το κύμα του πελάγου | μ᾽ αλκυόνες φτερουγίζετε, ω ελάτε, | τρέξτε δω, τα νέα ν᾽ ακούσετε μαντάτα·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὧν τ᾽ ἐπὶ πόντιον οἶδμα θαλάσσης | φῦλα μετ᾽ ἀλκυόνεσσι ποτῆται, | δεῦρ᾽ ἴτε πευσόμενοι τὰ νεώτερα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1412 (1412-1413)
- (γενικότερα) θάλασσα
- (μετεωρολογία) θυελλώδης άνεμος
- ※ 2ος κε αιώνας Σεκούνδος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, 9.36 @books.google.gr, @perseus.tufts.edu, @anthologiagraeca.org
- οὔτ᾽ ἐπὶ χέρσον | ἤλασε χειμερίων ἄγριον οἶδμα Νότων,
- ※ 2ος κε αιώνας Σεκούνδος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, 9.36 @books.google.gr, @perseus.tufts.edu, @anthologiagraeca.org
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οἰδέω
Πηγές
επεξεργασία- οἶδμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶδμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.