↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οφθαλμολάγνος οι οφθαλμολάγνοι
      γενική του/της οφθαλμολάγνου των οφθαλμολάγνων
    αιτιατική τον/την οφθαλμολάγνο τους/τις οφθαλμολάγνους
     κλητική οφθαλμολάγνε οφθαλμολάγνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οφθαλμολάγνος < οφθαλμός + -ο- + λάγνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οφθαλμολάγνος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία