ηδονοβλεψίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ηδονοβλεψίας | οι | ηδονοβλεψίες |
γενική | του/της | ηδονοβλεψία | των | ηδονοβλεψιών |
αιτιατική | τον/την | ηδονοβλεψία | τους/τις | ηδονοβλεψίες |
κλητική | ηδονοβλεψία | ηδονοβλεψίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηδονοβλεψίας αρσενικό ή θηλυκό
- πρόσωπο που νιώθει ηδονή βλέποντας κρυφά άλλους ανθρώπους σε ιδιωτικές τους στιγμές (π.χ. ερωτική επαφή, πλύσιμο στο λουτρό, ένδυση, έκδυση κ.λπ.), οι οποίες σχετίζονται με το ερωτικό στοιχείο
- (γενικότερα) πρόσωπο που παρακολουθεί με ευχαρίστηση θεάματα ερωτικού περιεχομένου