Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφθαλμολαγνεία οι οφθαλμολαγνείες
      γενική της οφθαλμολαγνείας των οφθαλμολαγνειών
    αιτιατική την οφθαλμολαγνεία τις οφθαλμολαγνείες
     κλητική οφθαλμολαγνεία οφθαλμολαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οφθαλμολαγνεία < οφθαλμός + -ο- + λαγνεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οφθαλμολαγνεία θηλυκό

  1. (λόγιο) λαγνεία γίνεται φανερή από τα μάτια και την έκφρασή τους
  2. (λόγιο) ηδονοβλεψία, μπανιστήρι οφθαλμόλουτρο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • οφθαλμολαγνείαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • οφθαλμολαγνεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)