οφθαλμοπορνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οφθαλμοπορνεία < οφθαλμοπόρνος + -εία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οφθαλμοπορνεία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οφθαλμοπορνεία
|