Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρολάγνος η ουρολάγνος
ουρολάγνα
το ουρολάγνο
      γενική του ουρολάγνου της ουρολάγνου
ουρολάγνας
του ουρολάγνου
    αιτιατική τον ουρολάγνο την ουρολάγνο
ουρολάγνα
το ουρολάγνο
     κλητική ουρολάγνε ουρολάγνε
ουρολάγνα
ουρολάγνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρολάγνοι οι ουρολάγνοι
ουρολάγνες
τα ουρολάγνα
      γενική των ουρολάγνων των ουρολάγνων των ουρολάγνων
    αιτιατική τους ουρολάγνους τις ουρολάγνους
ουρολάγνες
τα ουρολάγνα
     κλητική ουρολάγνοι ουρολάγνοι
ουρολάγνες
ουρολάγνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρολάγνος < ούρον + λάγνος

  Επίθετο επεξεργασία

ουρολάγνος, -α/-ος, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία