πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρολάγνος η ουρολάγνος
& ουρολάγνα
το ουρολάγνο
      γενική του ουρολάγνου της ουρολάγνου
& ουρολάγνας
του ουρολάγνου
    αιτιατική τον ουρολάγνο την ουρολάγνο
& ουρολάγνα
το ουρολάγνο
     κλητική ουρολάγνε ουρολάγνε
& ουρολάγνα
ουρολάγνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρολάγνοι οι ουρολάγνοι
& ουρολάγνες
τα ουρολάγνα
      γενική των ουρολάγνων των ουρολάγνων των ουρολάγνων
    αιτιατική τους ουρολάγνους τις ουρολάγνους
& ουρολάγνες
τα ουρολάγνα
     κλητική ουρολάγνοι ουρολάγνοι
& ουρολάγνες
ουρολάγνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ουρολάγνος < ούρον + λάγνος

ουρολάγνος, -α/-ος, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία