ουρολάγνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ουρολάγνος, -α/-ος, -ο
- (ψυχιατρική) αυτός που διακατέχεται από ουρολαγνεία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουρολάγνος
|