ουρολαγνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουρολαγνεία θηλυκό
- (ψυχιατρική) σεξουαλική παρέκκλιση κατά την οποία το άτομο ηδονίζεται από τη θέα, την όσφρηση ή την πόση ούρων, από την επαφή με τα ούρα του ερωτικού συντρόφου ή από τη λειτουργία της ούρησης (τη δικιά του ή άλλου)
- ⮡ Η ουρολαγνεία αποτελεί ένα είδος σεξουαλικού φετιχισμού.