↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρολαγνεία οι ουρολαγνείες
      γενική της ουρολαγνείας των ουρολαγνειών
    αιτιατική την ουρολαγνεία τις ουρολαγνείες
     κλητική ουρολαγνεία ουρολαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουρολαγνεία < ούρα + λαγνεία.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουρολαγνεία θηλυκό

⮡  Η ουρολαγνεία αποτελεί ένα είδος σεξουαλικού φετιχισμού.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία