Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουροθηλιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουροθηλιακ
ός
η
ουροθηλιακ
ή
το
ουροθηλιακ
ό
γενική
του
ουροθηλιακ
ού
της
ουροθηλιακ
ής
του
ουροθηλιακ
ού
αιτιατική
τον
ουροθηλιακ
ό
την
ουροθηλιακ
ή
το
ουροθηλιακ
ό
κλητική
ουροθηλιακ
έ
ουροθηλιακ
ή
ουροθηλιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουροθηλιακ
οί
οι
ουροθηλιακ
ές
τα
ουροθηλιακ
ά
γενική
των
ουροθηλιακ
ών
των
ουροθηλιακ
ών
των
ουροθηλιακ
ών
αιτιατική
τους
ουροθηλιακ
ούς
τις
ουροθηλιακ
ές
τα
ουροθηλιακ
ά
κλητική
ουροθηλιακ
οί
ουροθηλιακ
ές
ουροθηλιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουροθηλιακός
<
ουροθήλιο
+
-ακός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
urothelial
)
Επίθετο
επεξεργασία
ουροθηλιακός
που έχει
σχέση
με το
ουροθήλιο
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουροθηλιακός
αγγλικά
:
urothelial
(en)