Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουροθήλιο τα ουροθήλια
      γενική του ουροθήλιου
ουροθηλίου
των ουροθήλιων
ουροθηλίων
    αιτιατική το ουροθήλιο τα ουροθήλια
     κλητική ουροθήλιο ουροθήλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουροθήλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urothelium < αρχαία ελληνική οὖρον + θηλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουροθήλιο θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία