ουροθήλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουροθήλιο | τα | ουροθήλια |
γενική | του | ουροθήλιου & ουροθηλίου |
των | ουροθήλιων & ουροθηλίων |
αιτιατική | το | ουροθήλιο | τα | ουροθήλια |
κλητική | ουροθήλιο | ουροθήλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουροθήλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urothelium < αρχαία ελληνική οὖρον + θηλή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουροθήλιο θηλυκό
- (ανατομία) βλεννογόνος ιστός που καλύπτει τα εσωτερικά όργανα του ουροποιητικού συστήματος, όπως η ουροδόχος κύστη, η ουρήθρα και οι νεφρικοί κάλυκες
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- urothelium στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουροθήλιο