ουρανόσταλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /u.ɾaˈno.stal.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐νό‐σταλ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαουρανόσταλτος, -η, -ο
- θεόσταλτος, θεόπεμπτος
- ※ Και με όλην την αηδία, που αισθάνθηκε το στόμα της, με όλη την ξυνή φαγούρα που είχε στον φάρυγγα, επίστεψεν αμέσως πως κάτι δροσερό, σαν πηγή θεοχάριστη, κάτι σαν ηδονή ουρανόσταλτη άρχισε με μιας να κυκλοφορή μέσα της (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897, Κεφάλαιο Ε' - Δικαιοσύνη)
- (συνεκδοχικά) ανέλπιστος, απροσδόκητος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουρανόσταλτος
|