ουρακοτάγκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουρακοτάγκος < (λόγιο δάνειο) γαλλική orang-outan < μαλαϊκή (μαλαισιανή) orang (άνθρωπος) + utan (δάσος). Το επίθετο οὐραγκουταγκοειδής, ήδη από το 1891.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /u.ɾa.koˈtaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐κο‐τά‐γκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουρακοτάγκος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ανθρωπόμορφος πίθηκος του γένους Pongo της υποοικογένειας Ponginae
- (μεταφορικά, σκωπτικό) άγριος και κακάσχημος άνθρωπος [2]
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ουρακοτάγκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)