ουδετερόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαουδετερόφιλος
- που επιλέγει την ουδετερότητα, το να είναι ουδέτερος, να μην επιλέγει πλευρές σε αντιπαλότητες
- ※ Υπήρξε επίσης σύμπτωση απόψεων ως προς τη στάση που στο εξής θα τηρούσαν απέναντι στη Γιουγκοσλαβία: κοινό όφελος ήταν να ενθαρρυνθεί ο ουδετερόφιλος προσανατολισμός του Βελιγραδίου· γι’ αυτό τον λόγο τα Βαλκανικά Σύμφωνα θα έπρεπε να μην καταγγελθούν, αλλά να παραμείνουν εν υπνώσει. ([1], Η Καθημερινή, 29.03.2015)
- (ιατρική) που έχουν ουδέτερη αντίδραση σε κάποια αντιδραστήρια (στα ουδετερόφιλα αιμοσφαίρια, σε αντίθεση με τα βασεόφιλα)
- ※ Τα ουδετερόφιλα είναι τα πρώτα λευκά αιμοσφαίρια που φτάνουν στην περιοχή της φλεγμονής. ([2])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουδετερόφιλος
|