Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουδετερόφιλος η ουδετερόφιλη το ουδετερόφιλο
      γενική του ουδετερόφιλου της ουδετερόφιλης του ουδετερόφιλου
    αιτιατική τον ουδετερόφιλο την ουδετερόφιλη το ουδετερόφιλο
     κλητική ουδετερόφιλε ουδετερόφιλη ουδετερόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουδετερόφιλοι οι ουδετερόφιλες τα ουδετερόφιλα
      γενική των ουδετερόφιλων των ουδετερόφιλων των ουδετερόφιλων
    αιτιατική τους ουδετερόφιλους τις ουδετερόφιλες τα ουδετερόφιλα
     κλητική ουδετερόφιλοι ουδετερόφιλες ουδετερόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουδετερόφιλος < ουδέτερος + -ο- + -φιλος

  Επίθετο επεξεργασία

ουδετερόφιλος

  1. που επιλέγει την ουδετερότητα, το να είναι ουδέτερος, να μην επιλέγει πλευρές σε αντιπαλότητες
    ※  Υπήρξε επίσης σύμπτωση απόψεων ως προς τη στάση που στο εξής θα τηρούσαν απέναντι στη Γιουγκοσλαβία: κοινό όφελος ήταν να ενθαρρυνθεί ο ουδετερόφιλος προσανατολισμός του Βελιγραδίου· γι’ αυτό τον λόγο τα Βαλκανικά Σύμφωνα θα έπρεπε να μην καταγγελθούν, αλλά να παραμείνουν εν υπνώσει. ([1], Η Καθημερινή, 29.03.2015)
  2. (ιατρική) που έχουν ουδέτερη αντίδραση σε κάποια αντιδραστήρια (στα ουδετερόφιλα αιμοσφαίρια, σε αντίθεση με τα βασεόφιλα)
    ※  Τα ουδετερόφιλα είναι τα πρώτα λευκά αιμοσφαίρια που φτάνουν στην περιοχή της φλεγμονής. ([2])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία