ουδετεροφιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουδετεροφιλία < ουδετερόφιλος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουδετεροφιλία θηλυκό
- (διπλωματία, λόγιο) η ιδιότητα του ουδετερόφιλου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουδετεροφιλία
|