οστεοπορωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστεοπορωτικός (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéoporotique ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoporotic
Επίθετο
επεξεργασίαοστεοπορωτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, ιατρική) που σχετίζεται με την οστεοπόρωση
Συγγενικά
επεξεργασία- οστεοπόρωση
- → και δείτε τις λέξεις οστό και πόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστεοπορωτικός
Πηγές
επεξεργασία- οστεοπορωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- οστεοπορωτικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr