↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστεοπορωτικός η οστεοπορωτική το οστεοπορωτικό
      γενική του οστεοπορωτικού της οστεοπορωτικής του οστεοπορωτικού
    αιτιατική τον οστεοπορωτικό την οστεοπορωτική το οστεοπορωτικό
     κλητική οστεοπορωτικέ οστεοπορωτική οστεοπορωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστεοπορωτικοί οι οστεοπορωτικές τα οστεοπορωτικά
      γενική των οστεοπορωτικών των οστεοπορωτικών των οστεοπορωτικών
    αιτιατική τους οστεοπορωτικούς τις οστεοπορωτικές τα οστεοπορωτικά
     κλητική οστεοπορωτικοί οστεοπορωτικές οστεοπορωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οστεοπορωτικός (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéoporotique ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoporotic

  Επίθετο

επεξεργασία

οστεοπορωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία