οστεομαλακία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεομαλακία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéomalacie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteomalacia[1] < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + μᾰλᾰκία < μαλακός
Ουσιαστικό επεξεργασία
οστεομαλακία θηλυκό
- (ιατρική) ασθένεια που χαρακτηρίζεται από τη μαλάκυνση των οστών λόγω ανεπαρκών επιπέδων διαθέσιμων φωσφορικών αλάτων, ασβεστίου και βιταμίνης D
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Osteomalacia στην αγγλική Βικιπαίδεια
- οστεοπόρωση
- ραχίτιδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεομαλακία
- ↑ 1,0 1,1 οστεομαλακία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)